μπαστουνόβλαχος

μπαστουνόβλαχος
ο деревенщина, невежда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπαστουνόβλαχος" в других словарях:

  • μπαστουνόβλαχος — ο 1. βοσκός 2. (κατ επέκτ.) αγροίκος, άξεστος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μπαστινόβλαχος (< μπαστίνα «κληρονομική νομή αγροκτήματος» + Βλάχος) κατ επίδρασιν τού μπαστούνι, μάλλον, παρά < μπαστούνι + Βλάχος] …   Dictionary of Greek

  • βλάχος — ο 1. ορεσίβιος, νομάς ποιμένας: Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει. 2. άξεστος, απολίτιστος, χωριάτης χωρίς τρόπους, μπαστουνόβλαχος: Είναι εντελώς βλάχος στους τρόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»